- παιδοκτονώ
- (ΑΜ παιδοκτονῶ, -έω) [παιδοκτόνος]φονεύω παιδιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδοκτόνῳ — παιδοκτόνος slaying one s children masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφυμνώ — ἐφυμνῶ, έω (Α) 1. άδω κάτι για κάποιο σκοπό, ψάλλω ύμνο για κάποιον ή για κάτι («οὐ γὰρ ὡς φυγῇ παιᾱν ἐφύμνουν», Αισχύλ.) 2. (με δοτ. προσώπου και αιτ. πράγματος) απαγγέλλω, εκστομίζω κάτι εναντίον κάποιου, καταριέμαι («κακὰς πράξεις ἐφυμνήσασα… … Dictionary of Greek